ItalianoGreco


posàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [poˈsato]

1 αυτοπειθαρχημένος
2 νηφάλιος
3 ψύχραιμος
4 συγκροτημένος
5 ήσυχος
6 ατάραχος
7 σοβαρός
8 ήρεμος
9 γαλήνιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---