ItalianoGreco


possìbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [posˈsibile]

1 ότι μπορεί να κάνει κάποιος
2 κάθε τι το δυνατό

possìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [posˈsibile]

δυνατός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nei limiti del possibile = στα όρια του δυνατού



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---