ItalianoGreco


pòstumo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔstumo]

1 γεννημένος μετά θάνατο πατέρα
2 μεταθανάτιος
3 δημοσιευμένος μετά θάνατο
4 (al plurale: ((postumi))) επιπτώσεις, επακόλουθα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---