pravità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [praviˈta]
1 διαστροφή
2 κακία
3 κακογνωμιά
4 ιδιοτροπία
5 δυστροπία
6 στραβοκεφαλιά
7 παραξενιά
8 κακοτροπία
9 ανομία
10 αναποδιά
11 κακοριζικιά
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [praviˈta]
1 διαστροφή
2 κακία
3 κακογνωμιά
4 ιδιοτροπία
5 δυστροπία
6 στραβοκεφαλιά
7 παραξενιά
8 κακοτροπία
9 ανομία
10 αναποδιά
11 κακοριζικιά
permalink
pravità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android