ItalianoGreco


precàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈkarjo]

πρόσθετος καθηγητής

precàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preˈkarjo]

1 επισφαλής
2 αμφίβολος
3 αβέβαιος
4 άδηλος
5 ασταθής
6 πρόσκαιρος
7 προσωρινός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---