prevaricazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [prevarikatˈtsjone]
1 σφετερισμός
2 λαθροχειρία
3 καταπάτηση
4 αδίκημα
5 υφαίρεση
6 υφαρπαγή
7 ιδιοποίηση
8 υπεξαίρεση
9 παράχρηση
10 κατάχρηση
11 ενθυλάκωση
12 αρπαγή
13 αντιποίηση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [prevarikatˈtsjone]
1 σφετερισμός
2 λαθροχειρία
3 καταπάτηση
4 αδίκημα
5 υφαίρεση
6 υφαρπαγή
7 ιδιοποίηση
8 υπεξαίρεση
9 παράχρηση
10 κατάχρηση
11 ενθυλάκωση
12 αρπαγή
13 αντιποίηση
permalink
prevaricazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android