ItalianoGreco


primitìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [primiˈtivo]

1 αγροίκος άνθρωπος
2 πρωτόγονος άνθρωπος
3 άξεστος άνθρωπος

primitìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [primiˈtivo]

πρωτόγονος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z