ItalianoGreco


procacciatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [prokatʧaˈtore]

1 μαυραγορίτης
2 κυβευτής
3 κερδομανής
4 κερδοσκόπος
5 σπεκουλαδόρος
6 λοβιτουρατζής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z