profanatóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [profanaˈtore]
1 ανίερος
2 ανόσιος
3 βέβηλος
4 ιερόσυλος
5 μιαρός
6 παραβάτης
7 ασεβής
8 βδελυρός
profanatóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [profanaˈtore]
1 βδελυρός
2 ιερόσυλος
3 μιαρός
4 ασεβής
5 βέβηλος
6 ανίερος
7 ανόσιος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [profanaˈtore]
1 ανίερος
2 ανόσιος
3 βέβηλος
4 ιερόσυλος
5 μιαρός
6 παραβάτης
7 ασεβής
8 βδελυρός
profanatóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [profanaˈtore]
1 βδελυρός
2 ιερόσυλος
3 μιαρός
4 ασεβής
5 βέβηλος
6 ανίερος
7 ανόσιος
permalink
profanatore (ουσ αρσ )
profanatore (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android