ItalianoGreco


pròfugo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔfugo]

ο πρόσφυγας

pròfugo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔfugo]

1 προσφυγικός
2 ο του φυγάδα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


campo [αρσ.] profughi = το στρατόπεδο προσφύγων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z