ItalianoGreco


prolungaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prolungaˈmento]

1 επιμήκυνση
2 διαιώνιση
3 προσθήκη
4 παράταση
5 εξακολούθηση
6 μάκρεμα
7 τέντωμα
8 προέκταση
9 εξάπλωση
10 καθυστέρηση
11 επέκταση
12 αναβολή
13 παρέλκυση
14 παρατράβηγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---