prolungaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [prolungaˈmento]
1 επιμήκυνση
2 διαιώνιση
3 προσθήκη
4 παράταση
5 εξακολούθηση
6 μάκρεμα
7 τέντωμα
8 προέκταση
9 εξάπλωση
10 καθυστέρηση
11 επέκταση
12 αναβολή
13 παρέλκυση
14 παρατράβηγμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [prolungaˈmento]
1 επιμήκυνση
2 διαιώνιση
3 προσθήκη
4 παράταση
5 εξακολούθηση
6 μάκρεμα
7 τέντωμα
8 προέκταση
9 εξάπλωση
10 καθυστέρηση
11 επέκταση
12 αναβολή
13 παρέλκυση
14 παρατράβηγμα
permalink
prolungamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android