ItalianoGreco


promòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈmɔsso]

1 υποψήφιος που πετυχαίνει
2 μαθητής που προβιβάζεται
3 φοιτητής που περνά μάθημα

promòsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proˈmɔsso]

προβιβασμένος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z