ItalianoGreco


pròssimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔssimo]

1 ο πλησίον
2 γείτονας

pròssimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔssimo]

1 επομένος (-η, -ο), προσεχής (-ής, -ές)
2 (parente) στενός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


l'anno [αρσ.] prossimo = τού χρόνου || passato [αρσ.] prossimo = ο παρακείμενος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z