ItalianoGreco


provàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈvare]

1 προβάρω, δοκιμάζω
2 (sentimenti) αισθάνομαι

provarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [proˈvarsi]

1 αναμετριέμαι
2 μετρώ τον εαυτό μου
3 προσπαθώ πολύ
4 δοκιμάζομαι
5 επιχειρώ
6 προβάρω
7 προσπαθώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z