ItalianoGreco


puléggia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [puˈledʤa]

1 καρούλι
2 τρόχιλος
3 αυλάκι τροχαλίας
4 σύστημα ανύψωσης με τροχούς
5 τροχαλία
6 σύσπαστο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---