ItalianoGreco


pungènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [punˈʤɛnte]

1 που κεντρίζει
2 τσουχτερός
3 δηκτικός
4 αγκαθωτός
5 αγκάθινος
6 ακιδωτός
7 ακανθώδης
8 αγκαθερός
9 διεισδυτικός
10 κοφτερός
11 οξύς
12 που τσιμπά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---