ItalianoGreco


punzóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [punˈtsone]

1 πόντα
2 ζουμπάς (εργαλείο)
3 εργαλείο πριτσινιών
4 ανάγλυφο καλούπι
5 εργαλείο διάτρησης χαρτιών
6 σουβλί
7 διατρητική μηχανή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---