ItalianoGreco


purgatòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [purgaˈtɔrjo]

1 καθαρτήριο
2 πουργκατόριο

purgatòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [purgaˈtɔrjo]

1 εξιλαστήριος
2 καθαρτήριος
3 εξαγνιστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---