ItalianoGreco


quadrétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwaˈdretto]

1 (di quaderno) το τετραγωνάκι
2 (piccolo quadro) ο μικρός πίνακας
3 abbigliamento καρό
4 (figurato) το θέαμα, η σκηνή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a quadretti = καρό || stoffa [θηλ.] a quadretti = το καρό ύφασμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---