Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


questóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwesˈtore]

ο αστυνόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  questo questua  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

questi (επίθ.)
questionare (ρ.αμτβ.)
questionario (ουσ αρσ )
questione (θηλ.ουσ)
questo (δεικτ. επίθ.)
questore (ουσ αρσ )
questua (θηλ.ουσ)
questuante (ουσ αρσ και θηλ.)
questuante (επίθ.)
questuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
questura (θηλ.ουσ)
questurino (ουσ αρσ )
qui (επίρ.)
quiddità (θηλ.ουσ)
quidditativo (επίθ.)
quiescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
quiescenza (θηλ.ουσ)
quietamente (επίρ.)
quietanza (θηλ.ουσ)
quietanzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---