Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quotàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kwoˈtato]

1 αποτελεσματικός
2 εκτιμημένος
3 που έχει δοθεί σε κάποια τιμή (για προσφορά)
4 αποτιμημένος
5 που έχει προσφερθεί
6 που έχει διαστάσεις (για σχέδιο)
7 εισηγμένος (στο Χρηματιστήριο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quotare quotatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quiz (ουσ αρσ )
quondam (επίρ.)
quorum (ουσ αρσ )
quota (θηλ.ουσ)
quotare (ρ. μτβ.)
quotato (επίθ.)
quotatura (θηλ.ουσ)
quotazione (θηλ.ουσ)
quotidianamente (επίρ.)
quotidiano (ουσ αρσ )
quotidiano (επίθ.)
quotizzare (ρ. μτβ.)
quoto (ουσ αρσ )
quoziente (ουσ αρσ )
rabarbaro (ουσ αρσ )
rabattino (αρσ. επίθ και ουσ)
rabazza (θηλ.ουσ)
rabbellire (ρ. μτβ.)
rabberciamento (ουσ αρσ )
rabberciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---