racimolàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [raʧimoˈlare]
1 μαζεύω με κόπο
2 μαζεύω αυτά που αφήνουν θεριστές
3 σταχυολογώ
4 περιμαζεύω
5 σταχολογώ
6 συλλέγω ένα-ένα
7 μαζεύω πληροφορίες μία-μία
8 μαζεύω πίσω από θεριστή
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [raʧimoˈlare]
1 μαζεύω με κόπο
2 μαζεύω αυτά που αφήνουν θεριστές
3 σταχυολογώ
4 περιμαζεύω
5 σταχολογώ
6 συλλέγω ένα-ένα
7 μαζεύω πληροφορίες μία-μία
8 μαζεύω πίσω από θεριστή
permalink
racimolare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android