ItalianoGreco


radiànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raˈdjante]

ακτίνιο

radiànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raˈdjante]

1 αστραποβόλος
2 απαστράπτων
3 ακτινοβόλος
4 χαρούμενος
5 αγλαός
6 φωτοβόλος
7 φωτεινός
8 φεγγοβόλος
9 εκπέμπων αγάπη ή ευτυχία
10 στιλπνός
11 λαμπρός
12 λαμπερός
13 εκπεμπόμενος με ακτινοβολία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z