ItalianoGreco


radiovènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,radjoˈvɛnto]

1 παρατήρηση ανώτερης ατμόσφαιρας με μετεωρολογικό αερόστατο εφοδιασμένο με ηλεκτρονικά όργανα
2 άνεμος καταγραμμένος με μετεωρολογικό αερόστατο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---