ItalianoGreco


ragàzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raˈgattso]

1 το παιδί, το αγόρι
2 (fidanzato) ο αρραβωνιαστικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ragazza [θηλ.] alla pari = η οικότροφος γκουβερνάντα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---