ItalianoGreco


ragionevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [raʤonevoˈlettsa]

1 αίσθημα δικαίου
2 σωστή κρίση
3 σύνεση
4 φρονιμάδα
5 διαλλακτικότητα
6 λογική
7 σωφροσύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---