ItalianoGreco


rampóllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ramˈpollo]

1 απόγονος
2 βλαστός
3 γιος
4 παιδί
5 εκβλάστημα
6 πηγή
7 ανάβρα
8 βλασταράκι
9 βλαστάρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---