rannuvolàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rannuvoˈlato]
1 νεφελοσκέπαστος
2 νεφώδης
3 μουντός
4 σκοτεινιασμένος
5 νεφοσκεπής
6 νεφελοσκεπής
7 μελαγχολικός
8 συννεφώδης
9 συννεφιασμένος
10 κατσουφιασμένος
11 ομιχλώδης
12 σκοτεινός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [rannuvoˈlato]
1 νεφελοσκέπαστος
2 νεφώδης
3 μουντός
4 σκοτεινιασμένος
5 νεφοσκεπής
6 νεφελοσκεπής
7 μελαγχολικός
8 συννεφώδης
9 συννεφιασμένος
10 κατσουφιασμένος
11 ομιχλώδης
12 σκοτεινός
permalink
rannuvolato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android