ItalianoGreco


rannuvolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rannuvoˈlato]

1 νεφελοσκέπαστος
2 νεφώδης
3 μουντός
4 σκοτεινιασμένος
5 νεφοσκεπής
6 νεφελοσκεπής
7 μελαγχολικός
8 συννεφώδης
9 συννεφιασμένος
10 κατσουφιασμένος
11 ομιχλώδης
12 σκοτεινός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z