raziocìnio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rattsjoˈʧinjo]
1 λογική
2 διαδικασία ακρίβειας στη σκέψη
3 ικανότητα για λογική σκέψη
4 εκλογίκευση
5 γνώση
6 κρίση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rattsjoˈʧinjo]
1 λογική
2 διαδικασία ακρίβειας στη σκέψη
3 ικανότητα για λογική σκέψη
4 εκλογίκευση
5 γνώση
6 κρίση
permalink
raziocinio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android