ItalianoGreco


razziatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rattsjaˈtore]

1 διαγουμιστής
2 λαφυραγωγός
3 πλιατσικολόγος
4 επιδρομέας
5 κουρσευτής
6 εισβολέας
7 ληστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z