ItalianoGreco


rèddito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛddito]

το εισόδημα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


denuncia [θηλ.] dei redditi = η φορολογική δήλωση || dichiarazione [θηλ.] dei redditi = η φορολογική δήλωση



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---