ItalianoGreco


refrigèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [refriˈʤɛrjo]

1 ελάφρυνση
2 ξαλάφρωμα
3 ανακούφιση
4 ξεκούραση
5 αναζωογόνηση
6 φρεσκάρισμα
7 αναψυχή
8 ξανάσασμα
9 αλάφρωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---