ItalianoGreco


reiezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rejetˈtsjone]

1 εκτίναξη
2 εκβολή
3 απάρνηση
4 εξοστρακισμός
5 απόρριψη
6 αποβολή
7 άρνηση
8 αποσκορακισμός
9 πέταμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---