ItalianoGreco


rèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛndere]

1 (restituire) επιστρέφω, ξαναδίνω
2 (fruttare) αποδίνω

rendersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛndersi]

καθίσταμαι, γίνομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


rendersi conto = αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ || rendersi ridicolo = γίνομαι ρεζίλι || rendersi utile = καθίσταμαι χρήσιμος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---