ItalianoGreco


repentàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [repenˈtaʎʎo]

1 διακινδύνευση
2 πηγή κινδύνου
3 ρισκάρισμα
4 ρίσκο
5 έκθεση σε κίνδυνο
6 κίνδυνος
7 διακύβευση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---