ItalianoGreco


resìduo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈsiduo]

1 περίσσευμα
2 περίσσεια
3 απομεινάρι σε τιμή έκπτωσης
4 πλεόνασμα
5 κατάλοιπο
6 κατακάθι
7 υπόλοιπο
8 υπόλειμμα

resìduo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈsiduo]

1 λοιπός
2 που συνεχίζεται
3 επίλοιπος
4 που παραμένει
5 παραμένων
6 υπόλοιπος
7 υπολειμματικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---