ItalianoGreco


reticèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retiˈʧɛlla]

1 συρματόμετρο
2 σειρά στάνταρ διαμέτρων καλωδίου
3 φιλές κότσου γυναικείου
4 διχτάκι
5 φιλέ για τα μαλλιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---