ItalianoGreco


retrògrado  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈtrɔgrado]

1 συντηρητικός πολιτικά άνθρωπος
2 αντιδραστικός πολιτικός

retrògrado  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈtrɔgrado]

1 συντηρητικός
2 απαρχαιωμένος
3 απροσάρμοστος
4 αρτηριοσκληρωτικός
5 ανάδρομος
6 ανάστροφος
7 αναχρονιστικός
8 ασυγχρόνιστος
9 οπισθοδρομικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---