ItalianoGreco


rettificatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rettifikaˈtore]

1 ανορθωτής
2 μηχανουργός που κάνει ρεκτιφιέ
3 ανιχνευτής ηλεκτρικού σήματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---