riabilitàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [riabiliˈtare]
1 παλινορθώνω
2 επαναφέρω στην κανονική ζωή
3 αποκαθιστώ την καλή φήμη
4 επαναφέρω
5 καθιστώ ικανό για μια ακόμη φορά
6 αναμορφώνω
7 αποκαθιστώ
riabilitarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [riabiliˈtarsi]
1 επαναφέρω το καλό μου όνομα
2 αποκαθιστώ την υπόληψη μου
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [riabiliˈtare]
1 παλινορθώνω
2 επαναφέρω στην κανονική ζωή
3 αποκαθιστώ την καλή φήμη
4 επαναφέρω
5 καθιστώ ικανό για μια ακόμη φορά
6 αναμορφώνω
7 αποκαθιστώ
riabilitarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [riabiliˈtarsi]
1 επαναφέρω το καλό μου όνομα
2 αποκαθιστώ την υπόληψη μου
permalink
riabilitare (ρ. μτβ.)
riabilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android