ItalianoGreco


riallargàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riallarˈgare]

1 διευρύνω περισσότερο
2 διευρύνω
3 κάνω πιο πλατύ

riallargarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riallarˈgarsi]

1 διευρύνομαι περισσότερο
2 γίνομαι πιο πλατύς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---