ItalianoGreco


ribolliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ribolliˈmento]

1 αναμπουμπούλα
2 αναχοχλάκισμα
3 αναστάτωση
4 ξαναβράσιμο
5 ταραχή
6 αναβρασμός
7 κόχλασμα
8 βράσιμο
9 δυνατός βρασμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---