ItalianoGreco


ricettatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riʧettaˈtore]

1 λησταποδόχος
2 φύλακας κλοπιμαίων
3 κλεπταποδόχος
4 αγοραστής κλοπιμαίων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---