ItalianoGreco


ricopriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rikopriˈmento]

1 επικάλυψη
2 επίχρισμα
3 επίστρωση
4 επικαλυπτικό στρώμα
5 επίθεμα
6 επίστρωμα
7 επιμετάλλωση
8 επίχριση
9 εκ νέου κάλυψη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---