ItalianoGreco


rientrànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rienˈtrante]

γωνία επανεισόδου

rientrànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rienˈtrante]

1 που πραγματοποιεί επανείσοδο (σε ατμόσφαιρα της γης)
2 εισερχόμενος εκ νέου
3 βαθουλωμένος
4 κούφιος
5 ρουφηγμένος μέσα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---