ItalianoGreco


rifocillàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifoʧilˈlare]

1 φρεσκάρω
2 νοτίζω
3 δροσολογώ
4 αναζωογονώ
5 δροσεύω
6 διαψύχω
7 αναψύχω
8 δροσίζω
9 ξεκουράζω

rifocillarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rifoʧilˈlarsi]

1 αναψύχομαι
2 δροσίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---