ItalianoGreco


rifrattóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rifratˈtore]

1 διαθλαστής
2 διαθλαστικό μέσο
3 διαθλαστικό τηλεσκόπιο

rifrattóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rifratˈtore]

διαθλαστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---