ItalianoGreco


rifuggìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rifudˈʤire]

1 αποφεύγω ηθελημένα
2 φυγοπονώ
3 κάνω πίσω από φόβο
4 αποφεύγω
5 κάνω πίσω από αηδία
6 αποφεύγω με επιδεξιότητα
7 διαφεύγω ξανά
8 αποφεύγω εργασία ή καθήκον
9 δραπετεύω ξανά
10 κάνω πίσω
11 το ξανασκάω
12 δειλιάζω
13 υποχωρώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---