rigàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [riˈgato]
1 γραμμωτός
2 ριγέ
3 νοτισμένος
4 βρεγμένος
5 ριγωτός
6 χαρακωτός
7 αυλακωτός
8 διαγραμμισμένος
9 μουσκεμένος
10 χαρακωμένος
11 ρυτιδωμένος
12 ραβδωτός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [riˈgato]
1 γραμμωτός
2 ριγέ
3 νοτισμένος
4 βρεγμένος
5 ριγωτός
6 χαρακωτός
7 αυλακωτός
8 διαγραμμισμένος
9 μουσκεμένος
10 χαρακωμένος
11 ρυτιδωμένος
12 ραβδωτός
permalink
rigato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android