ItalianoGreco


rigorìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rigoˈrizmo]

1 προσήλωση σε πρακτικές
2 αυστηρότητα
3 ασκητικότητα
4 αυστηρή οικονομία
5 προσήλωση σε αρχές
6 εξαιρετική αυστηρότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---